cut in
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | cut in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cuts in |
αόριστος | cut in |
παθητική μετοχή | cut in |
ενεργητική μετοχή | cutting in |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
cut in (en)
- κόβω το δρόμο σε κάποιον, για ένα όχημα ή τον οδηγό του, κινούμαι ξαφνικά μπροστά από άλλο όχημα, χωρίς λίγο χώρο μεταξύ των δύο οχημάτων
Πηγές[επεξεργασία]
- cut in - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 454-456. ISBN 9780194325684., λήμμα: κόβω