cut across
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | cut across |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cuts across |
αόριστος | cut across |
παθητική μετοχή | cut across |
ενεργητική μετοχή | cutting across |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
cut across (en)
- κόβω μέσα από κάτι, διασχίζω, περνάω απέναντι κάτι για να κάνω το δρόμο μου πιο σύντομο
- ↪ I cut across the fields.
- Έκοψα μέσα από/Διέσχισα τα χωράφια.
- ↪ I cut across the fields.
Πηγές[επεξεργασία]
- cut across - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 454-456. ISBN 9780194325684., λήμμα: κόβω