get over
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | get over |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gets over |
αόριστος | got over |
παθητική μετοχή | got over (ΗΒ), gotten over (ΗΠΑ) |
ενεργητική μετοχή | getting over |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
get over (en)
- περνάω, επιστρέφω στη συνηθισμένη μου κατάσταση ευτυχίας ή υγείας μετά από κάποιο πρόβλημα
- (ανεπίσημο, προφορικό) → δείτε τον όρο get something over with: ξεμπερδεύω με κάτι
Πηγές[επεξεργασία]
- get over - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ