Μετάβαση στο περιεχόμενο

get over

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας get over
γ΄ ενικό ενεστώτα gets over
αόριστος got over
παθητική μετοχή got over (ΗΒ), gotten over (ΗΠΑ)
ενεργητική μετοχή getting over

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
get over <  δείτε τις λέξεις get και over

get over (en)

  1. ξεπερνάω, αντιμετωπίζω κάτι
      You should get over your shyness.
    Πρέπει να ξεπεράσεις τη δειλία σου.
     συνώνυμα: overcome
  2. περνάω, επιστρέφω στη συνηθισμένη μου κατάσταση ευτυχίας ή υγείας μετά από κάποιο πρόβλημα
      When he gets over his disappointment…
    Όταν περάσει η απογοήτευσή του…
      Leave him alone, he will get over it.
    Παράτα τον, θα του περάσει.
      This will get you over your cold.
    Μ' αυτό θα σου περάσει το κρύο.
     συνώνυμα: overcome
  3. (ανεπίσημο, προφορικό)  δείτε τον όρο get something over with: ξεμπερδεύω με κάτι