overcome
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | overcome |
γ΄ ενικό ενεστώτα | overcomes |
αόριστος | overcame |
παθητική μετοχή | overcome |
ενεργητική μετοχή | overcoming |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌoʊvəɹˈkʌm/ (ΗΠΑ)
Ρήμα[επεξεργασία]
overcome (en)