get high
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | get high |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gets high |
αόριστος | got high |
παθητική μετοχή | got high (ΗΒ), gotten high (ΗΠΑ) |
ενεργητική μετοχή | getting high |
Έκφραση[επεξεργασία]
get high (en) → δείτε τις λέξεις get και high
- (ιδιωματισμός, αργκό) φτιάχνομαι, μεθάω με ουσία
- ↪ he got high on marijuana - φτιάχτηκε με μαριχουάνα