get to work
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
get to work (en)
- (ιδιωματισμός) άλλη μορφή του set to work
- ↪ He got to work learning English.
- Βάλθηκα να μάθει αγγλικά.
- ↪ He got to work learning English.