get into

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας get into
γ΄ ενικό ενεστώτα gets into
αόριστος got into
παθητική μετοχή got into, gotten into
ενεργητική μετοχή getting into

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
get into < → δείτε τις λέξεις get και into

get into (en)

  1. φτάνω σε ένα μέρος
    We got into the station late.
    Φτάσαμε στο σταθμό αργά.
  2. μπαίνω, εκλέγομαι
    I get into Parliament.
    Μπαίνω στη Βουλή.
  3. μπαίνω, περνάω, γίνομαι δεκτός σε πανεπιστήμιο
    I am getting into University.
    Μπαίνω στο Πανεπιστήμιο.
    He got into the Polytechnic/Law School.
    Πέρασε στο Πολυτεχνείο/στα Νομικά.
  4. φοράω, βάζω ένα ρούχο, ειδικά με δυσκολία
    I can’t get into these shoes, they are too small.
    Δεν μπορώ να φορέσω αυτά τα παπούτσια, είναι πολύ μικρά.
  5. μπαίνω, ξεκινάω μια καριέρα σε ένα συγκεκριμένο επάγγελμα
    I got into the profession last year.
    Μπήκα στο επάγγελμα πέρυσι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη go into
  6. ασχολούμαι με κάτι, αρχίζω κάτι
    I am getting into politics.
    Ασχολούμαι με την πολιτική.
    When I retire, I will get into gardening/painting.
    Όταν πάρω τη σύνταξή μου θ' ασχοληθώ με τον κήπο μου/με τη ζωγραφική.
    I got into a conversation with the man.
    Άρχισα μια συζήτηση με τον άντρα.
    She got into a long explanation about how…
    Άρχισε μια μακριά εξήγηση για το πώς…
    I am getting into a fight.
    Ρίχνομαι σε μάχη.
  7. αποκτώ μια συγκεκριμένη συνήθεια
    He got into the habit of smoking in bed.
    Απόχτησε τη συνήθεια να καπνίζει στο κρεβάτι.