buy
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενεστώτας | buy |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | buys |
| αόριστος | bought |
| παθητική μετοχή | bought |
| ενεργητική μετοχή | buying |
| αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
Ρήμα
[επεξεργασία]buy (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αγοράζω, παίρνω, αποκτώ κάτι πληρώνοντας χρήματα για αυτό
I buy expensive/cheap/second-hand.
- Αγοράζω ακριβά/φθηνά/μεταχειρισμένα.
I am buying on credit/with cash.
- Αγοράζω επί πιστώσει/τοις μετρητοίς.
I buy and pay by installments.
- Αγοράζω με δόσεις.
I’ll buy a new car.
- Θα πάρω καινούργιο αυτοκίνητο.
What is more advisable, renting or buying an apartment?
- Τι συμφέρει περισσότερο, το νοίκιασμα ή η αγορά διαμερίσματος;
- ≈ συνώνυμα: get, purchase και take
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- buy - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 7, 643-644. ISBN 9780194325684., λήμμα: αγοράζω, παίρνω