answer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
answer answers

answer (en)

  • η απάντηση
    Her answer was right.
    Η απάντησή της ήταν σωστή.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας answer
γ΄ ενικό ενεστώτα answers
αόριστος answered
παθητική μετοχή answered
ενεργητική μετοχή answering

answer (en)

  • απαντώ
    I answered you yesterday.
    Σου απάντησα χθες.
    Why have you answered?
    Γιατί έχεις απαντήσει;
    He willingly answered the questions.
    Απάντησε πρόθυμα στις ερωτήσεις.
     συνώνυμα:  reply και respond

Πηγές[επεξεργασία]