ολοκληρώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολοκληρώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ολοκληρώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
ολοκληρώνομαι, παθητική μετοχή: ολοκληρωμένος
- για μια πράξη, εργασία ή διαδικασία που έφτασε στο τέλος της
- η εργασία μου ολοκληρώθηκε και βρίσκεται στο τυπογραφείο
- φτάνω στο σημείο όπου η προσωπικότητά μου και οι δεξιότητες, ικανότητες, αρετές μου κλπ έχουν αναπτυχθεί στον ανώτερο βαθμό, ωριμάζω
- όταν απέκτησε το πρώτο του παιδί θεώρησε ότι ολοκληρώθηκε
- ολοκληρώθηκε ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για μια πράξη... που έφτασε στο τέλος της
ωριμάζω