ωριμάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωριμάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὡριμάζω < αρχαία ελληνική ὥριμος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.ɾiˈma.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐ρι‐μά‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
ωριμάζω, αόρ.: ωρίμασα, μτχ.π.π.: ωριμασμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- (αμετάβατο, για φρούτο ή λαχανικό) αποκτώ την τελική μου μορφή (μέγεθος, χρώμα)
- ↪ Τα μήλα στην αυλή μας ωριμάζουν τώρα, πάρε μερικά μαζί σου αν θες.
- (αμετάβατο, για άνθρωπο) αποκτώ τις απαιτούμενες πνευματικές ικανότητες που μου επιτρέπουν να φέρομαι και να λειτουργώ ως ενήλικος στην κοινωνία
- ↪ Αυτό το παιδί δε λέει να ωριμάσει ποτέ, θυμώνει και βάζει τις φωνές με το παραμικρό.
- (αμετάβατο, για άνθρωπο ή ζώο) μεγαλώνω, γίνομαι ενήλικος
- ↪ Οι γάτες ωριμάζουν μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο.
- (αμετάβατο, για συνθήκες, καταστάσεις) φτάνω σε κατάλληλο στάδιο ώστε να γίνει κάτι (συνήθως επιθυμητό)
- ↪ Οι συνθήκες έχουν πια ωριμάσει για να ψηφιστεί αυτός ο νόμος.
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον ή κάτι να γίνει ώριμος
- ↪ ο ήλιος ωριμάζει τα σταφύλια
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ωριμάζω | ωρίμαζα | θα ωριμάζω | να ωριμάζω | ωριμάζοντας | |
β' ενικ. | ωριμάζεις | ωρίμαζες | θα ωριμάζεις | να ωριμάζεις | ωρίμαζε | |
γ' ενικ. | ωριμάζει | ωρίμαζε | θα ωριμάζει | να ωριμάζει | ||
α' πληθ. | ωριμάζουμε | ωριμάζαμε | θα ωριμάζουμε | να ωριμάζουμε | ||
β' πληθ. | ωριμάζετε | ωριμάζατε | θα ωριμάζετε | να ωριμάζετε | ωριμάζετε | |
γ' πληθ. | ωριμάζουν(ε) | ωρίμαζαν ωριμάζαν(ε) |
θα ωριμάζουν(ε) | να ωριμάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ωρίμασα | θα ωριμάσω | να ωριμάσω | ωριμάσει | ||
β' ενικ. | ωρίμασες | θα ωριμάσεις | να ωριμάσεις | ωρίμασε | ||
γ' ενικ. | ωρίμασε | θα ωριμάσει | να ωριμάσει | |||
α' πληθ. | ωριμάσαμε | θα ωριμάσουμε | να ωριμάσουμε | |||
β' πληθ. | ωριμάσατε | θα ωριμάσετε | να ωριμάσετε | ωριμάστε | ||
γ' πληθ. | ωρίμασαν ωριμάσαν(ε) |
θα ωριμάσουν(ε) | να ωριμάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ωριμάσει | είχα ωριμάσει | θα έχω ωριμάσει | να έχω ωριμάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ωριμάσει | είχες ωριμάσει | θα έχεις ωριμάσει | να έχεις ωριμάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ωριμάσει | είχε ωριμάσει | θα έχει ωριμάσει | να έχει ωριμάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ωριμάσει | είχαμε ωριμάσει | θα έχουμε ωριμάσει | να έχουμε ωριμάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ωριμάσει | είχατε ωριμάσει | θα έχετε ωριμάσει | να έχετε ωριμάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ωριμάσει | είχαν ωριμάσει | θα έχουν ωριμάσει | να έχουν ωριμάσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ωριμασμένος - είμαστε, είστε, είναι ωριμασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ωριμασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ωριμασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ωριμασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ωριμασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ωριμασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ωριμασμένοι |
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη ώριμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)