ωριμότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωριμότητα οι ωριμότητες
      γενική της ωριμότητας των ωριμοτήτων
    αιτιατική την ωριμότητα τις ωριμότητες
     κλητική ωριμότητα ωριμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ωριμότητα < ὡριμότης στην καθαρεύουσα < (ελληνιστική κοινή) ὡριμότης < αρχαία ελληνική ὥριμος < ὡραῖος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /o.ɾiˈmo.ti.ta/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ωριμότητα θηλυκό (δόκιμο στον ενικό)

  1. η ιδιότητα του ώριμου
  2. υψηλό επίπεδο πνευματικής, συναισθηματικής, δημιουργικής εξέλιξης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]