maturité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma.ty.ʁi.te/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
maturité (fr) θηλυκό
maturité (fr) θηλυκό