mature
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
mature (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
mature (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mature | matures |
mature (fr) αρσενικό ή θηλυκό