ripe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ripe (en)
- ώριμος
- (απαρχαιωμένο) μεθυσμένος
- (νομικός όρος) για μια υπόθεση που είναι έτοιμη να κριθεί από ένα δικαστήριο
- που έχει μια δυσάρεστη οσμή
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ripe (en)
- ώριμο φρούτο ή λαχανικό
Ρήμα[επεξεργασία]
ripe (en) (παρωχημένο)