ripe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

ripe (en)

  1. ώριμος
  2. (απαρχαιωμένο) μεθυσμένος
  3. (νομικός όρος) για μια υπόθεση που είναι έτοιμη να κριθεί από ένα δικαστήριο
  4. που έχει μια δυσάρεστη οσμή

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ripe (en)

  1. ώριμο φρούτο ή λαχανικό

Ρήμα[επεξεργασία]

ripe (en) (παρωχημένο)

  1. ωριμάζω