εξ απαλών ονύχων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]εξ απαλών ονύχων
- (λόγιο) από πολύ νεαρή ηλικία, παιδιόθεν, ευθύς οίκοθεν
- ασχολήθηκε με τη μουσική εξ απαλών ονύχων και γρήγορα έδειξε το ταλέντο του ως πιανίστας
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξ απαλών ονύχων