αδρομερώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδρομερώς < ελληνιστική κοινή ἁδρομερῶς < ἁδρομερής
Επίρρημα[επεξεργασία]
αδρομερώς