difficult
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | difficult |
συγκριτικός | more difficult |
υπερθετικός | most difficult |
Επίθετο[επεξεργασία]
difficult (en)
- δύσκολος, που δεν είναι εύκολο· που χρειάζεται προσπάθεια ή δεξιότητα για να γίνει ή να κατανοηθεί
- ↪ difficult pronunciation - δύσκολη προφορά
- ↪ I find it difficult to refuse.
- Το βρίσκω δύσκολο ν' αρνηθώ.
- δύσκολος, που είναι γεμάτα προβλήματα· που προκαλεί πολλά προβλήματα
- ↪ difficult times - δύσκολοι καιροί
- ↪ I’m going through difficult times.
- Περνάω δύσκολες ώρες.
- ↪ He is in a difficult position.
- Βρίσκεται σε δύσκολη θέση.
- δύσκολος, για ανθρώπους που δεν είναι εύκολο να ευχαριστηθούν· που δεν βοηθούν
- ↪ a difficult customer - δύσκολος πελάτης
- ↪ difficult children - δύσκολα παιδιά
- ↪ He is a difficult man.
- Είναι δύσκολος άνθρωπος.
- ↪ He is difficult to deal with.
- Είναι δύσκολος στις συναλλαγές του.