difficult

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός difficult
συγκριτικός more difficult
υπερθετικός most difficult

Επίθετο[επεξεργασία]

difficult (en)

  1. δύσκολος, που δεν είναι εύκολο· που χρειάζεται προσπάθεια ή δεξιότητα για να γίνει ή να κατανοηθεί
    difficult pronunciation - δύσκολη προφορά
    I find it difficult to refuse.
    Το βρίσκω δύσκολο ν' αρνηθώ.
  2. δύσκολος, που είναι γεμάτα προβλήματα· που προκαλεί πολλά προβλήματα
    difficult times - δύσκολοι καιροί
    I’m going through difficult times.
    Περνάω δύσκολες ώρες.
    He is in a difficult position.
    Βρίσκεται σε δύσκολη θέση.
  3. δύσκολος, για ανθρώπους που δεν είναι εύκολο να ευχαριστηθούν· που δεν βοηθούν
    a difficult customer - δύσκολος πελάτης
    difficult children - δύσκολα παιδιά
    He is a difficult man.
    Είναι δύσκολος άνθρωπος.
    He is difficult to deal with.
    Είναι δύσκολος στις συναλλαγές του.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]