tough

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός tough
συγκριτικός tougher
υπερθετικός toughest

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tʌf/

Επίθετο

[επεξεργασία]

tough (en)

  1. σκληρός, δύσκολος, που έχει ή προκαλεί προβλήματα ή δυσκολίες
    ⮡  Life is really tough.
    Η ζωή είναι πολύ σκληρή.
    ⮡  It’s tough emigrating.
    Είναι σκληρό να ξενιτεύεσαι.
    ⮡  I am go through tough times.
    Περνάω δύσκολες ώρες.
    ⮡  The competition is very tough.
    Ο ανταγωνισμός είναι πολύ σκληρός.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη difficult
  2. αυστηρός, σκληρός, που απαιτεί την τήρηση συγκεκριμένων κανόνων και δείχνει έλλειψη συμπάθειας για προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει αυτό
    ⮡  You are too tough with him.
    Παραείσαι αυστηρός μαζί του.
    ⮡  tough measures - σκληρά μέτρα
    ⮡  tough criticism - σκληρή κριτική
    ⮡  The government took a tough stance on the issue of the strike.
    Η κυβέρνηση κράτησε σκληρή στάση στο θέμα της απεργίας.
     συνώνυμα: strict
  3. σκληρός, που είναι αρκετά δυνατός για να αντιμετωπίσει με επιτυχία δύσκολες καταστάσεις
    ⮡  a tough man - σκληρός άντρας
    ⮡  He is very tough and can stand pain.
    Είναι πολύ σκληρός στον πόνο.
    ⮡  He is a tough negotiator.
    Είναι σκληρός διαπραγματευτής.
    ⮡  He usually plays the tough guy roles.
    Παίζει συνήθως ρόλους σκληρών.
  4. σκληρός, που δύσκολα κόβεται ή δαγκώνεται
    ⮡  The meat is still very tough.
    Το κρέας είναι ακόμα πολύ σκληρό.