strict
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | strict |
συγκριτικός | stricter |
υπερθετικός | strictest |
Επίθετο[επεξεργασία]
strict (en)
- αυστηρός
- ↪ My parents are very strict.
- Οι γονείς μου είναι πολύ αυστηροί.
- ↪ My parents are very strict.
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
strict (fr)