stiff
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | stiff |
συγκριτικός | stiffer |
υπερθετικός | stiffest |
Επίθετο[επεξεργασία]
stiff (en)
- σκληρός
- τυπικός, για ένα άτομο ή τη συμπεριφορά του που δεν είναι φιλική ή ήρεμη
- ↪ She said a stiff good morning to him and passed him by.
- Του είπε μια τυπική καλημέρα και τον προσπέρασε.
- ↪ She said a stiff good morning to him and passed him by.