hardly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
hardly (en)
- he can hardly read - μετά βίας μπορεί να διαβάσει