hardly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hardly < hard + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

hardly (en)

  1. σχεδόν, μόλις (και μετά βίας), μόλις που, σχεδόν καθόλου
    ⮡  hardly any/anyone/anything/anywhere/ever - σχεδόν καθόλου/κανείς/τίποτα/πουθενά/ποτέ
    ⮡  The difference was hardly noticeable.
    Η διαφορά δεν ήταν σχεδόν καθόλου αντιληπτή.
    ⮡  He is hardly 30 years old.
    Είναι μόλις (και μετά βίας) 30 χρόνων.
    ⮡  I hardly know him.
    Μόλις (και μετά βίας)/Μόλις που τον ξέρω.
    ⮡  I hardly caught up to him in time.
    Μόλις που τον πρόλαβα.
     συνώνυμα: barely, → και δείτε τη λέξη slightly
  2. δύσκολα, μόλις (και μετά βίας), μόλις που, με κόπο, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι είναι δύσκολο να κάνεις κάτι
    ⮡  You can hardly justify such behavior.
    Δύσκολα μπορείς να δικαιολογήσεις τέτοια συμπεριφορά.
    ⮡  I was so tired I could hardly walk.
    Ήμουν τόσο κουρασμένος που μόλις (και μετά βίας) μπορούσα να περπατήσω.
    ⮡  He can hardly read.
    Μετά βίας μπορεί να διαβάσει.
    ⮡  I hardly passed the exams.
    Μόλις και μετά βίας/Μόλις που πέρασα τις εξετάσεις.
    ⮡  He was lumbering along, hardly lifting each foot.
    Περπατούσε βαριά, με κόπο σηκώνοντας το πόδι.
     συνώνυμα: barely
  3. κάθε άλλο, χρησιμοποιείται για να υποδηλώνει ότι κάτι είναι απίθανο ή παράλογο ή ότι κάποιος είναι ανόητος που λέει ή κάνει κάτι
    ⮡  His work is hardly any good.
    Κάθε άλλο παρά καλή είναι η δουλειά του.
    ⮡  You can hardly expect me to believe you.
    Δεν πιστεύω να περιμένεις ότι θα σε πιστέψω.
    ⮡  I could hardly believe my eyes/my ears.
    Δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου/τα αυτιά μου.
     συνώνυμα: → δείτε την έκφραση at all
  4. μόλις (και μετά βίας), χρησιμοποιείται για να πει ότι κάτι μόλις άρχισε, έγινε κτλ.
    ⮡  We had hardly started when the rain began.
    Μόλις (και μετά βίας) είχαμε ξεκινήσει όταν άρχισε η βροχή.