hardly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

hardly < hard + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

hardly (en)

  1. μόλις που, σχεδόν καθόλου
    The difference was hardly noticeable.
    Η διαφορά δεν ήταν σχεδόν καθόλου αντιληπτή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη slightly
  2. δύσκολα, μετά βίας, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι είναι δύσκολο να κάνεις κάτι
    You can hardly justify such behavior.
    Δύσκολα μπορείς να δικαιολογήσεις τέτοια συμπεριφορά.
    He can hardly read.
    Μετά βίας μπορεί να διαβάσει.
  3. κάθε άλλο, χρησιμοποιείται για να υποδηλώνει ότι κάτι είναι απίθανο ή παράλογο ή ότι κάποιος είναι ανόητος που λέει ή κάνει κάτι
    His work is hardly any good.
    Κάθε άλλο παρά καλή είναι η δουλειά του.
     συνώνυμα: → δείτε την έκφραση at all

Πηγές[επεξεργασία]