καθόλου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθόλου < μεσαιωνική ελληνική καθόλου < καθ' ὅλου
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
καθόλου
- (ποσοτικό, μαζί με αρνητικό μόριο) σε μηδενικό βαθμό, σε μηδενική ποσότητα
- (λόγιο, ως επίθετο) καθολικός, συνολικός
- συγχέεται η περίπτωση συγκεκριμένων κληρικών με το σώμα της καθόλου Εκκλησίας (από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 20 Φεβρουαρίου 2005)
- τα καθόλου: ...