at all
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
at all (en)
- καθόλου, σε ένδειξη βαθμού, ποσότητας ή συχνότητας μεγαλύτερης του μηδενός
- ↪ Do you have any problems at all?
- Έχεις καθόλου προβλήματα;
- ↪ I do not know him at all.
- Δεν τον ξέρω καθόλου.
- ↪ Do you have any problems at all?