have a hard time
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
have a hard time (en)
- (ιδιωματισμός) δυσκολεύομαι
- ↪ There were quite a few people in the room and I had a hard time finding a spot.
- Είχε κάμποσο κόσμο στην αίθουσα και δυσκολεύτηκα να βρω θέση.
- ↪ There were quite a few people in the room and I had a hard time finding a spot.
Πηγές[επεξεργασία]
- have a hard time - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)