hardcore
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | hardcore |
συγκριτικός | more hardcore |
υπερθετικός | most hardcore |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]hardcore (en)
- σκληρός, για πορνογραφία
- ⮡ hardcore porn - σκληρό πορνό
- σκληροπυρηνικός
- τυφλά πιστός, ορκισμένος, φανατικός
- (μουσική) χαρντ-κορ
- (μεταφορικά) μανιώδης, ακραίος