hardcore

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός hardcore
συγκριτικός more hardcore
υπερθετικός most hardcore

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hardcore < hard + core

Επίθετο

[επεξεργασία]

hardcore (en)

  1. σκληρός, για πορνογραφία
    hardcore porn - σκληρό πορνό
  2. σκληροπυρηνικός
  3. τυφλά πιστός, ορκισμένος, φανατικός
  4. (μουσική) χαρντ-κορ
  5. (μεταφορικά) μανιώδης, ακραίος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]