hardcore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
- σκληροπυρηνικός
- τυφλά πιστός, ορκισμένος, φανατικός
- πορνογραφικός
- (μουσική) χαρντ-κορ
- (μεταφορικά) μανιώδης, ακραίος