ταχέως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταχέως < αρχαία ελληνική ταχέως < ταχύς
Επίρρημα
[επεξεργασία]ταχέως
Βαθμοί επιθέτου & επιρρήματος
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταχέως
|