κουμπότρυπα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουμπότρυπα θηλυκό
- σχισμή μέσα στην οποία περνάει ένα κουμπί για να συνδεθούν δύο μέρη ενός ρούχου
Έβαλε ένα γαρύφαλλο στην κουμπότρυπα του σακακιού.
- ※ διαφορετικά είδη ραφής: τρύπωμα, κρυφοβελονιά, για κουμπότρυπα, κρυφό στρίφωμα, καρίκωμα (Μαθήματα Ραπτικής, ανακτήθηκε στις 28/2/2024 )
- παρωχημένο, αργκό των κακοποιών) μαχαιριά [1]
Του άνοιξε δυο κουμπότρυπες. (= του έριξε δυο μαχαιριές)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- κομβιοδόχη (αρχαιοπρεπές, παρωχημένο)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουμπότρυπα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Ο Πετρόπουλος εικάζει προέλευση αυτής της χρήσης από τη γαλλική αργκό. Βλ. Ηλίας Πετρόπουλος (2019), Παροιμίες του υποκόσμου. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 2002). ISBN 960-211-657-9, σελ. 30· πρβ. γαλλική γλώσσα boutonnière, τη σημασία της χειρουργικής τομής.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αρθρίτιδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)