occhiello
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
occhiello | occhielli |
occhiello (it)
- μικρή οπή
- ραπτική κουμπότρυπα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
occhiello | occhielli |
occhiello (it)