yak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
yak (en)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
yak | yaks |
yak (fr)
- (ζωολογία) άλλη γραφή του yack
- (ναυτικός όρος) ξύλινη λαβή γύρω στα 4 μέτρα που έχει στην άκρη του μια αιχμή ή ένα αγκίστρι. Χρησιμοποιείται για να αρπάξει ένα σκοινί, ένα ψάρι, κ.α.
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
yak (it)