ματόκλαδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ματόκλαδο τα ματόκλαδα
      γενική του ματόκλαδου των ματόκλαδων
    αιτιατική το ματόκλαδο τα ματόκλαδα
     κλητική ματόκλαδο ματόκλαδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ματόκλαδο < μεσαιωνική ελληνική ματόκλαδο / ομματόκλαδον < όμμα + (ελληνιστική κοινήκυλάδες / κύλα (το κάτω από το μάτι τμήμα· με παρετυμολογία από τη λέξη κλαδί)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ματόκλαδο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]