Μετάβαση στο περιεχόμενο

bud

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bud buds

bud (en)

  1. φυτικός οφθαλμός/μάτι
  2. το μπουμπούκι
ενεστώτας bud
γ΄ ενικό ενεστώτα buds
αόριστος budded
παθητική μετοχή budded
ενεργητική μετοχή budding

bud (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 575, 791-792. ISBN 9780194325684. , λήμμα: μπουμουκιάζω, σκάζω



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈb̥uð/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bud (da) ουδέτερο

  1. εντολή
  2. μήνυμα
  3. προσφορά
  4. μαντεψιά
  5. (επάγγελμα) αγγελιοφόρος



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bud (no) ουδέτερο

  1. προσφορά (για αγορά)
  2. εντολή, διαταγή
  3. μήνυμα
  4. (επάγγελμα) αγγελιοφόρος



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bʉːd/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bud (sv) ουδέτερο

  1. μήνυμα
  2. εντολή
  3. προσφορά
  4. (επάγγελμα) αγγελιοφόρος