bud
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bud | buds |
bud (en)
- φυτικός οφθαλμός/μάτι
- το μπουμπούκι
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | bud |
γ΄ ενικό ενεστώτα | buds |
αόριστος | budded |
παθητική μετοχή | budded |
ενεργητική μετοχή | budding |
bud (en)
- (βοτανική, αμετάβατο) σκάω, βγάζω μπουμπούκια, μπουμπουκιάζω
- ⮡ When the almond trees are budding…
- Όταν σκάσουν τα μπουμπούκια στις αμυγδαλιές…
- ⮡ the flowers have budded - τα λουλούδια έχουν μπουμπουκιάσει
- ⮡ When the almond trees are budding…
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 575, 791-792. ISBN 9780194325684., λήμμα: μπουμουκιάζω, σκάζω
Δανικά (da)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bud (da) ουδέτερο
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bud (no) ουδέτερο
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bud (sv) ουδέτερο
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'stop' (αγγλικά)
- Βοτανική (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (δανικά)
- Δανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (δανικά)
- Επαγγέλματα (δανικά)
- Νορβηγική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νορβηγικά)
- Επαγγέλματα (νορβηγικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (σουηδικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (σουηδικά)
- Σουηδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σουηδικά)
- Επαγγέλματα (σουηδικά)