bud

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bud buds

bud (en)

  1. φυτικός οφθαλμός/μάτι
  2. το μπουμπούκι

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας bud
γ΄ ενικό ενεστώτα buds
αόριστος budded
παθητική μετοχή budded
ενεργητική μετοχή budding

bud (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 575, 791-792. ISBN 9780194325684. , λήμμα: μπουμουκιάζω, σκάζω