μάτιν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μάτιν < ὀμμάτιν < αρχαία ελληνική ὀμμάτιον, υποκοριστικό του ὄμμα (μάτιν) < *ὄπ-μα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *op- / *okʷ-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μάτιν ουδέτερο