Auge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Auge (de) ουδέτερο
- το μάτι
- er kann kaum die Augen aufhalten - μόλις και μετά βίας κρατά τα μάτια του ανοιχτά