Auge
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Auge (de) ουδέτερο
- το μάτι
- er kann kaum die Augen aufhalten - μόλις και μετά βίας κρατά τα μάτια του ανοιχτά
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Auge < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Auge αρσενικό ή θηλυκό