βελόνα
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | βελόνα | βελόνες |
γενική | βελόνας | βελονών & βελόνων |
αιτιατική | βελόνα | βελόνες |
κλητική | βελόνα | βελόνες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βελόνα < αρχαία ελληνική βελόνη
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βελόνα θηλυκό
- εργαλείο για ράψιμο με αιχμηρή άκρη και μικρό δακτύλιο για το πέρασμα της κλωστής
- (συνεκδοχικά) το ράψιμο, η ραπτική
- μεταλλικό εργαλείο για πλέξιμο
- το αιχμηρό μεταλλικό στέλεχος που προσαρμόζεται σε μια σύριγγα προκειμένου να γίνει ένεση
- η ακίδα που προσαρμόζεται στον βραχίονα ενός γραμμόφωνου ή πικ άπ
- πρέπει να αλλάξεις βελόνα στο πικ απ
- ο δείκτης μιας συσκευής μέτρησης
- η βελόνα στο στροφόμετρο έφτασε στο κόκκινο
- το φύλλο ορισμένων δέντρων όπως το πεύκο