ένεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ένεση οι ενέσεις
      γενική της ένεσης* των ενέσεων
    αιτιατική την ένεση τις ενέσεις
     κλητική ένεση ενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ένεση < αρχαία ελληνική ἔνεσις < ἐνίημι < ἐν + ἵημι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ένεση θηλυκό

  1. μέθοδος εισαγωγής ενός φαρμάκου στο σώμα χάρη σε μια σύριγγα
    ενδοαρτηριακή / ενδοδερμική / ενδομυική / ενδοφλέβια / υποδόρια ένεση
  2. (κατ’ επέκταση) ή ίδια η σύριγγα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]