shot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

shot (fr) αρσενικό

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
shot shots

shot (en)

  1. πυροβολισμός
  2. ευκαιρία, προσπάθεια
  3. (κινηματογράφος) μία σειρά συνεχόμενων καρέ, λήψη ή πλάνο
  4. ένεση, εμβόλιο

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

shot (en)