shot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
shot (fr) αρσενικό
- το σφηνάκι
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
shot | shots |
shot (en)
- πυροβολισμός
- ευκαιρία, προσπάθεια
- (κινηματογράφος) μία σειρά συνεχόμενων καρέ, λήψη ή πλάνο
- ένεση, εμβόλιο
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
shot (en)
- αόριστος και παθητική μετοχή του ρήματος shoot
- "έριξα", "χτύπησα", "βάρεσα" ένεση, βολή, στόχο, ηχηρή πορδή