long shot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
long shot | long shots |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Από τη ναυτική γλώσσα: τα πυροβόλα των πλοίων ήταν απίθανο να βρουν το στόχο τους αν αυτός ήταν μακριά
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
long shot (en)
- (ιδιωματισμός) η τολμηρή εικασία, η επισφαλής μαντεψιά
- ↪ It was a long shot.
- Ήταν μια τολμηρή εικασία.
- ↪ It was a long shot.
- κάτι το απίθανο να συμβεί ή να επιτύχει, χαμηλής πιθανότητας δυνητική-δυνάμενη επιτυχία
Πηγές[επεξεργασία]
- shot (idioms): a long shot - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 262. ISBN 9780194325684., λήμμα: εικασία