μαντεψιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαντεψιά οι μαντεψιές
      γενική της μαντεψιάς των μαντεψιών
    αιτιατική τη μαντεψιά τις μαντεψιές
     κλητική μαντεψιά μαντεψιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαντεψιά < μεσαιωνική ελληνική μάντευμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαντεψιά θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]