shoot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επιφώνημα
[επεξεργασία]shoot (en)
- που δείχνει δυσπιστία ή αποστροφή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
shoot | shoots |
shoot (en)
- το κλαδάκι
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | shoot |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shoots |
αόριστος | shot |
παθητική μετοχή | shot |
ενεργητική μετοχή | shooting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
shoot (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ρίχνω, πυροβολώ, πυροβολώ ένα πιστόλι ή άλλο όπλο
- (μεταβατικό) ρίχνω, σκοτώνω ή τραυματίζω άνθρωπο ή ζώο με σφαίρα κτλ.
- ↪ They shot him dead.
- Του έριξαν και τον σκότωσαν.
- ↪ The police shot to kill.
- Η αστυνομία έριξε στο ψαχνό.
- ↪ They shot him dead.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ρίχνω, την ικανότητα ενός όπλου να πυροβολεί σφαίρες κτλ.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, κινηματογράφος) κινηματογραφώ, γυρίζω, βγάζω
- ↪ I am shooting a scene.
- Κινηματογραφώ μια σκηνή.
- ↪ I am shooting a film.
- Γυρίζω ένα φιλμ.
- ↪ You should always look through the viewfinder of the camera so you’re sure of what you’re shooting!
- Να κοιτάς διαρκώς μέσα από το βιζέρ της κάμερας για να είσαι σίγουρος ότι γι'αυτό που βγάζεις!
- ≈ συνώνυμα: film, → και δείτε τη λέξη record
- ↪ I am shooting a scene.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πετάω, ορμώ, κινούμαι ή κινώ κάτι γρήγορα
- ↪ The snake shot its tongue out.
- Το φίδι πέταξε έξω τη γλώσσα του.
- ↪ Flames were shooting up from the burning house.
- Φλόγες πετάγονταν από το φλεγόμενο σπίτι.
- ↪ He shot down the hill.
- Όρμησε κάτω στο λόφο.
- ↪ The snake shot its tongue out.
- (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) ρίχνω, κατευθύνω κάτι σε κάποιον ξαφνικά ή γρήγορα
- ↪ She shot him an angry look.
- Του έριξε μια θυμωμένη ματιά.
- ↪ She shot him an angry look.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σουτάρω, προσπαθώ να κλοτσήσω, να χτυπήσω ή να πετάξω την μπάλα σε ένα τέρμα για να σκοράρω
- ↪ He shot a three-pointer.
- Σούταρε τρίποντο.
- ↪ You can’t score if you don’t shoot.
- Δεν μπορείς να σκοράρεις αν δε σουτάρεις.
- ↪ He shot a three-pointer.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- shoot - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 203, 448, 697, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: γυρίζω, κινηματογραφώ, πετώ, ρίχνω