shoot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
shoot | shoots |
shoot (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | shoot |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | shoots |
αόριστος | shot |
παθητική μετοχή | shot |
ενεργητική μετοχή | shooting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
shoot (en)
- πυροβολώ
- χύνω (με την έννοια εκσπερματίζω)
Επιφώνημα[επεξεργασία]
shoot (en)
- που δείχνει δυσπιστία ή αποστροφή