shoot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʃuːt/
ομόηχο: chute

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
shoot shoots

shoot (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας shoot
γ΄ ενικό ενεστώτα shoots
αόριστος shot
παθητική μετοχή shot
ενεργητική μετοχή shooting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

shoot (en)

  1. πυροβολώ
  2. χύνω (με την έννοια εκσπερματίζω)
  3. (κινηματογράφος) κινηματογραφώ
    shoot a scene - κινηματογραφώ μια σκηνή
     συνώνυμα: film, → και δείτε τη λέξη record
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) πετάω, ορμώ, κινούμαι ή κινώ κάτι γρήγορα
    The snake shot its tongue out.
    Το φίδι πέταξε έξω τη γλώσσα του.
    Flames were shooting up from the burning house.
    Φλόγες πετάγονταν από το φλεγόμενο σπίτι.
    He shot down the hill.
    Όρμησε κάτω στο λόφο.

Επιφώνημα[επεξεργασία]

shoot (en)

  • που δείχνει δυσπιστία ή αποστροφή

Πηγές[επεξεργασία]