shoot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
shoot | shoots |
shoot (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | shoot |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shoots |
αόριστος | shot |
παθητική μετοχή | shot |
ενεργητική μετοχή | shooting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
shoot (en)
- πυροβολώ
- χύνω (με την έννοια εκσπερματίζω)
- (κινηματογράφος) κινηματογραφώ
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πετάω, ορμώ, κινούμαι ή κινώ κάτι γρήγορα
- ↪ The snake shot its tongue out.
- Το φίδι πέταξε έξω τη γλώσσα του.
- ↪ Flames were shooting up from the burning house.
- Φλόγες πετάγονταν από το φλεγόμενο σπίτι.
- ↪ He shot down the hill.
- Όρμησε κάτω στο λόφο.
- ↪ The snake shot its tongue out.
Επιφώνημα[επεξεργασία]
shoot (en)
- που δείχνει δυσπιστία ή αποστροφή
Πηγές[επεξεργασία]
- shoot - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 448, 697. ISBN 9780194325684., λήμμα: κινηματογραφώ, πετώ