shooting

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

shooting (en)

  • ξαφνικός, οξύς, για πόνο
    I felt a shooting pain.
    Αισθάνθηκα έναν ξαφνικό/οξύ πόνο.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
shooting shootings

shooting (en)

  1. η σκοποβολή, η βολή με πυροβόλο όπλο ως άθλημα ή ψυχαγωγία
    shooting competitions - αγώνες σκοποβολής
    a shooting range - πεδίο βολής
  2. (μη μετρήσιμο) το κυνήγι
    shooting season - εποχή κυνηγιού
  3. (μη μετρήσιμο) το γύρισμα ταινίας, η κινηματογράφηση
    The biggest names in film were recruited for the shooting of the movie.
    Για το γύρισμα της ταινίας επιστρατεύθηκαν τα μεγαλύτερα ονόματα του κινηματογράφου.
     συνώνυμα: filming

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

shooting (en)