shooting
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]shooting (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
shooting | shootings |
shooting (en)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]shooting (en)