shooting
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]shooting (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
shooting | shootings |
shooting (en)
- η σκοποβολή, η βολή με πυροβόλο όπλο ως άθλημα ή ψυχαγωγία
- ↪ shooting competitions - αγώνες σκοποβολής
- ↪ a shooting range - πεδίο βολής
- (μη μετρήσιμο) το κυνήγι
- ↪ shooting season - εποχή κυνηγιού
- (μη μετρήσιμο) το γύρισμα ταινίας, η κινηματογράφηση
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]shooting (en)