ago
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ago (en)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ago | agoj |
αιτιατική | agon | agojn |
ago (eo)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ago (it)
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ago < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eǵ- / *agʰ- / * αγ-. Συγγενές με το αρχαία ελληνική ἄγω
Ρήμα[επεξεργασία]
ago (la) (ago-egi-actum-agere)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Γ' συζυγία (ago, egi, actum, agere)
|