ago

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: AGO

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

ago (en)

Πηγές[επεξεργασία]



Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ago < ag- + -o

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ago agoj
αιτιατική agon agojn

ago (eo)



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

ago (it)



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ago < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eǵ- / *agʰ- / * αγ-. Συγγενές με το αρχαία ελληνική ἄγω

Ρήμα[επεξεργασία]

ago (la) (ago-egi-actum-agere)

  1. άγω, διάγω
  2. ελαύνω
  3. πράττω, κάνω

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  1. ago bellum (=κάνω πόλεμο, πολεμώ)

Κλίση[επεξεργασία]