ματιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /maˈtça.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐τιά‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
ματιάζω, αόρ.: μάτιασα/μάτιαξα, παθ.φωνή: ματιάζομαι, π.αόρ.: ματιάστηκα, μτχ.π.π.: ματιασμένος
- ασκώ με μαγικό τρόπο κακή επίδραση πάνω σε κάποιον κοιτάζοντάς τον με φθόνο ή με θαυμασμό που υποκρύπτει φθόνο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη μάτι
Κλίση[επεξεργασία]
- «κλίση ματιάζω» → λείπει η κλίση