ματίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ματίζω < αρχαία ελληνική ἁμματίζω < ἅμμα

Ρήμα[επεξεργασία]

ματίζω

  • ενώνω δύο ομοειδή αντικείμενα που το ένα αποτελεί προέκταση ή συνέχεια του άλλου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]