eye

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
eye eyes
eye

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

eye (en)

  1. (ανθρώπινο σώμα) το μάτι
  2. το φύτρο, ο φυτικός οφθαλμός


Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]

  • aye (αρχαιοπρεπές: ναι)