eye
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/9/93/Acta_Eruditorum_-_IV_medicina%2C_1716_%E2%80%93_BEIC_13388141.jpg/220px-Acta_Eruditorum_-_IV_medicina%2C_1716_%E2%80%93_BEIC_13388141.jpg)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
eye | eyes |
eye (en)
- (ανθρώπινο σώμα) το μάτι
- το φύτρο, ο φυτικός οφθαλμός
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | eye |
γ΄ ενικό ενεστώτα | eyes |
αόριστος | eyed |
παθητική μετοχή | eyed |
ενεργητική μετοχή | eying, eyeing |
eye (en)
- κοιτάζω
- ↪ I eye somebody with suspicion/curiosity/jealousy.
- Κοιτάζω κάποιον με υποψία/περιέργεια/ζήλεια.
- ↪ I eye somebody with suspicion/curiosity/jealousy.
Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]- aye (αρχαιοπρεπές: ναι)
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 457-458. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοιτάζω