in someone's eyes
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
- (ιδιωματισμός) στα μάτια κάποιου
- ↪ Such behavior demeans you in her eyes.
- Τέτοια συμπεριφορά σε ρίχνει στα μάτια της.
- ↪ Such behavior demeans you in her eyes.