take one's eyes off
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
- (ιδιωματισμός) ξεκολλώ τα μάτια μου, σταματώ να κοιτάζω
- ↪ He didn’t take his eyes off the coffin.
- Τα μάτια του δεν ξεκολλούσαν από το φέρετρο.
- ↪ I couldn’t take my eyes off of her.
- Δε μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω της.
- ↪ He didn’t take his eyes off the coffin.
Πηγές[επεξεργασία]
- eye (idioms): not (be able to) take your eyes off somebody/something - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 603. ISBN 9780194325684., λήμμα: ξεκολλώ