eyesore

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
eyesore eyesores

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
eyesore < eye + sore

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

eyesore (en)

  • η φοβερή ασχημία, το τέρας, ένα κτίριο, ένα αντικείμενο κτλ. που είναι δυσάρεστο να το δω
    The apartment building near the Acropolis is an eyesore.
    Αυτή η πολυκατοικία κοντά στην Ακρόπολη είναι φοβερή ασχημία.
    Most apartment buildings are eyesores.
    Οι περισσότερες πολυκατοικίες είναι κτίρια τέρατα.
     συνώνυμα: monstrosity