φοβερός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φοβερός | η | φοβερή | το | φοβερό |
γενική | του | φοβερού | της | φοβερής | του | φοβερού |
αιτιατική | τον | φοβερό | τη | φοβερή | το | φοβερό |
κλητική | φοβερέ | φοβερή | φοβερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φοβεροί | οι | φοβερές | τα | φοβερά |
γενική | των | φοβερών | των | φοβερών | των | φοβερών |
αιτιατική | τους | φοβερούς | τις | φοβερές | τα | φοβερά |
κλητική | φοβεροί | φοβερές | φοβερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φοβερός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φοβερός < φόβος + -ερός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fo.veˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φο‐βε‐ρός
Επίθετο[επεξεργασία]
φοβερός, -ή, -ό
- που προκαλεί τρόμο ή φόβο, ο τρομακτικός
- ↪ φοβερό έγκλημα (αυτό που έχει ανατριχιαστικές ή άλλες παραμέτρους που το καθιστούν πιο φρικιαστικό από άλλα εγκλήματα)
- πολυ έντονος, που ενοχλεί, ενοχλητικός, απαράδεκτος
- ↪έκαναν φοβερή φασαρία
- ↪ Κόψ' την επιτέλους αυτή τη φοβερή συνήθεια! (π.χ. όταν κάποιος σκαλίζει δημοσίως τη μύτη του)
- ↪ Αμάν πια! Είσαι φοβερός!!!
- γενικά το υπερβολικό, υπεράνθρωπα κοπιαστικό
- ↪ κατέβαλαν φοβερές προσπάθειες
- εξαιρετικά καλός, καταπληκτικός
- ↪ μου έκανε φοβερή εντύπωση
- ↪ Είναι φοβερό άτομο, τέλειο
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη φόβος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που φοβίζει
(άλλες σημασίες)
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φοβερός, -ά, -όν
- τρομακτικός, που φοβίζει,
- ※ 4ος αιώνας πκε ⌘ Ξενοφών, Ιέρων, 1.12
- φοβερὸν γὰρ μὴ ἅμα τε στερηθῶσι τῆς ἀρχῆς καὶ ἀδύνατοι γένωνται...
- εκείνο που τους φόβιζε ήταν πως αν στερούνταν την εξουσία και γίνονταν αδύναμοι...
- ※ 4ος αιώνας πκε ⌘ Ισοκράτης, Πρὸς Δημόνικον 17
- τὰ δὲ τῷ πλήθει φοβερὰ θαρσαλέως ὑπομένουσα
- υπομένει με θάρρος αυτά που για τον πολύ τον κόσμο είναι φοβερά
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3.83
- οὔτε λόγος ἐχυρὸς οὔτε ὅρκος φοβερός
- δεν υπήρχε ούτε λόγος αρκετά δεσμευτικός ούτε όρκος αρκετά τρομερός -που να μπορεί να τους φιλιώσει
- ※ 4ος αιώνας πκε ⌘ Ξενοφών, Ελληνικά, 1.4.17
- τῶν φοβερῶν ὄντων τῇ πόλει γενέσθαι
- αυτά τα φοβερά που απειλούσαν να πλήξουν την πόλη, που (όλοι) φοβούνταν ως πιθανά να συμβούν στην πόλη
- φοβισμένος, που φοβίζεται, που δειλιάζει, νιωθει φόβο, φοβιτσιάρης, δειλός
- ※ 4ος αιώνας πκε ⌘ Ξενοφών, Οικονομικός, 7.25
- γιγνώσκων ὁ θεὸς ὅτι πρὸς τὸ φυλάττειν οὐ κάκιόν ἐστι φοβερὰν εἶναι τὴν ψυχὴν πλέον μέρος καὶ τοῦ φόβου ἐδάσατο τῇ γυναικὶ ἢ τῷ ἀνδρί
- γνωρίζοντας ο θεός ότι για να φυλάγεται κανείς δεν είναι κακό να νιώθει και λίγο φόβο στην ψυχή του, έδωσε παραπάνω φόβο στη γυναίκα παρά στον άνδρα
- ※ 5ος/4ος αιώνας πκε Πλάτων Νόμοι 649δ)
- φοβεροὺς δὲ εἰς τό τι τολμᾶν ἑκάστοτε λέγειν...
- φοβούνταν δε να τολμήσουν να πουν...
- (ελληνιστική σημασία) που εμπνέει το δέος όχι ακριβώς προκαλώντας φόβο, αλλά με μια έννοια που προσεγγίζει το εντυπωσιακός, εκπληκτικός
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, Επιστολή προς Πομπήιο
- ὅτι τὸ μὲν Ἡροδότου κάλλος ἱλαρόν ἐστι, φοβερὸν δὲ τὸ Θουκυδίδου
- η ομορφιά στο ύφος του Ηροδότου είναι ανάλαφρη, ενώ στου Θουκυδίδη τρομερή -εμπνέει δέος, εντυπωσιάζει
Πηγές[επεξεργασία]
- φοβερός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φοβερός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ερός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'ξηρός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ξηρός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ερός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)