παράμετρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παράμετρος θηλυκό
- καθένα από τα επί μέρους στοιχεία, τους συντελεστές, τους παράγοντες που προσδιορίζουν, επηρεάζουν ή διαμορφώνουν τα χαρακτηριστικά ή τη συμπεριφορά ενός ζητήματος
- (πληροφορική) η τυπική παράμετρος, αλλά μερικές φορές εκ παραδρομής χρησιμοποιείται και για την πραγματική παράμετρο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- διαβίβαση παραμέτρων
- θεσιακή παράμετρος
- πραγματική παράμετρος
- προεπιλεγμένη παράμετρος
- τυπική παράμετρος