παράμετρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παράμετρος < παρά + μέτρον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παράμετρος θηλυκό

  1. καθένα από τα επί μέρους στοιχεία, τους συντελεστές, τους παράγοντες που προσδιορίζουν, επηρεάζουν ή διαμορφώνουν τα χαρακτηριστικά ή τη συμπεριφορά ενός ζητήματος
  2. (πληροφορική) η τυπική παράμετρος, αλλά μερικές φορές εκ παραδρομής χρησιμοποιείται και για την πραγματική παράμετρο
     συνώνυμα: τυπική παράμετρος
    αντώνυμα: πραγματική παράμετρος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]